- δολιχοκέφαλος
- Αυτός που έχει μακρόστενο κρανίο (από το αρχαιοελληνικό δολιχός = μακρύς). Ειδικότερα, δ. χαρακτηρίζεται αυτός που έχει κεφαλικό δείκτη (η σχέση μεταξύ μέγιστου πλάτους και μήκους του κεφαλιού σε εκατοστά) μικρότερο από 79. Ένα κρανίο με αυτές τις αναλογίες εμφανίζεται μακρόστενο από το πρόσθιο προς το οπίσθιο τμήμα. Δ. απαντώνται σε διάφορες φυλετικές ομάδες σε ένα ορισμένο ποσοστό επί τοις εκατό, όπου συνυπάρχουν επίσης μεσοκέφαλοι και βραχυκέφαλοι. Τέτοιες είναι οι Αφρικανοί, οι Αραβοβέρβεροι, οι Ινδοϊρανοί, οι Αυστραλιανοί, οι Παπούα, οι Βρετανοί, οι Ισπανοί, οι Σκανδιναβοί κ.ά.
* * *-η, -οάτομο τού οποίου η μέγιστη προοπίσθια διάμετρος τής κεφαλής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη μέγιστη εγκάρσια.
Dictionary of Greek. 2013.